Χοληστερόλη ή Xοληστερίνη

Η χοληστερόλη (ή χοληστερίνη) ανήκει σε μία κατηγορία χημικών ενώσεων που ονομάζονται λιπίδια και παράγεται στον οργανισμό μας κυρίως στο ήπαρ αλλά και στο έντερο. Αποτελείται βασικό και απαραίτητο δομικό συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης, ενώ παράλληλα, συμμετέχει και σε άλλες σημαντικές λειτουργίες .

Το 75% περίπου της συνολικής χοληστερίνης παράγεται στον ανθρώπινο οργανισμό ενώ το υπόλοιπο προσλαμβάνεται από τις τροφές.

Αφού η χοληστερίνη είναι μία σημαντική ουσία για την υγεία μας, γιατί τότε λέμε ότι είναι βλαβερή και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε είτε διαιτητικά είτε με φαρμακευτική αγωγή;

Αυτό συμβαίνει γιατί όταν υπάρχει αυξημένη ποσότητα λιπιδίων – λιπαρών οξέων (χοληστερίνης, τριγλυκεριδίων κλπ) μέσα στον οργανισμό μας τότε αυτά αρχίζουν να συσσωρεύονται στις αρτηρίες του σώματος μας δημιουργώντας στην αρχή μια αύξηση του πάχους του χιτώνα των αρτηριών και στη συνεχεία τη δημιουργία αθηρωματικων πλακών. Όταν οι αθηρωματικές πλάκες αυξηθούν σε μέγεθος σε μια σταδιακή και χρονια διαδικασία που λέγεται αθηρωμάτωση ή αθηροσκλήρωση, τότε μπορεί να προκαλέσουν καρδιαγγειακά επεισόδια όπως πχ καρδιακή προσβολή-έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο εάν η αθηρωμάτωση βρίσκεται στις αρτηρίες του εγκεφάλου και τις καρωτίδες.

Έτσι όσο αναγκαία είναι η χοληστερίνη όταν βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, τόσο επιζήμια γίνεται όταν αυξηθεί.

Υπάρχουν δύο τύποι χοληστερόλης: η LDL ή χαμηλής πυκνότητας (low density lipoprotein) και η HDL υψηλής πυκνότητας (high density lipoprotein).

Η LDL χοληστερίνη που συχνά αναφέρεται ως «κακή» χοληστερόλη είναι αυτή που πρέπει να μεριμνούμε και να διατηρούμε σε χαμηλά επίπεδα γιατί τα μόρια της LDL χοληστερίνης καταλήγουν στην περιφέρεια και στα τοιχώματα των αρτηριών ζωτικών οργάνων και δημιουργούν αθηρωματικές πλάκες. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες οδηγίες της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, η LDL χοληστερόλη σε υγιείς ενήλικες δεν θα πρέπει να ξεπερνάει ιδανικά τα 115 mg/dL. Όμως, σε άτομα που έχουν υποστεί ήδη ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο, τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι όσο πιο χαμηλά είναι τα επίπεδα της «κακής» LDL χοληστερόλης, τόσο μικρότερος είναι και ο καρδιαγγειακός κίνδυνος άρα ακόμη λιγότερα τα εμφράγματα και ταεγκεφαλικά επεισόδια.

Η μείωση των επιπέδων της ολικής και LDL χοληστερόλης με την κατάλληλη δίαιτα και τα φάρμακα περιορίζει την εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου και μειώνει τα καρδιαγγειακά επεισόδια και τους θανάτους.

Υπολογίζεται ότι μείωση της χοληστερόλης του ορού κατά 10% συνοδεύεται από μείωση της στεφανιαίας θνησιμότητας κατά 20%.

Η HDL χοληστερίνη λέγεται καλή χοληστερίνη γιατί απομακρύνει τα μόρια της χοληστερίνης από την περιφέρεια και τα τοιχώματα των αρτηριών και τα επαναφέρει στο ήπαρ για να αποβληθούν. Η διαδικασία αυτή μεταφοράς της χοληστερόλης από τους περιφερικούς ιστούς στο ήπαρ με τη μεσολάβηση της HDL ονομάζεται «αντίστροφη μεταφορά χοληστερόλης». Οσο πιο υψηλή είναι η HDLχοληστερινη τόσο μικρότερος είναι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος και η πιθανότητα ενός οξέος στεφανιαίου συνδρόμου. Εαν τα επίπεδα της HDLχοληστερινης είναι χαμηλά τότε η διακοπή του καπνίσματος, η άσκηση, η υγιενη διατροφή άλλα και φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βελτιώσουν και να αυξήσουν τα επίπεδα της καλής χοληστερίνης. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες αύξηση της HDL κατά μια ποσοστιαία μονάδα τότε έχουμε μείωση του κινδύνου 3%

Τα Tριγλυκερίδια αποτελούν τη σπουδαιότερη ενεργειακή πηγή του οργανισμού. Πρόσφατες μεταναλύσεις έδειξαν ότι τα τριγλυκερίδια αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου. Η αύξηση των τριγλυκεριδίων συνοδεύεται, τις περισσότερες φορές, από μείωση της HDL χοληστερόλης, ενώ η μείωση των τριγλυκεριδίων αυξάνει, συν τοις άλλοις, και την HDL χοληστερόλη. Επειδή η αύξηση της ΗDL ασκεί προστατευτική δράση επί της στεφανιαίας νόσου, επομένως είναι ένας επιπλέον λόγος για τη θεραπεία της υπερτριγλυκεριδαιμίας.

Επίπεδα τριγλυκεριδιών <150 mg/dl θεωρούνται φυσιολογικά, επίπεδα 150-200 mg/dl οριακά αυξημένα, επίπεδα 200-499 mg/dl αυξημένα, ενώ τα επίπεδα ≥ 500 mg/dl πολύ αυξημένα.

Αύξηση των λιπιδιων του πλάσματος μπορεί να προκληθεί από ένα μεγάλο αριθμό συγγενών και επίκτητων παθήσεων. Το πρώτο βήμα στη διαγνωστική προσέγγιση των υπερλιπιδαιμιών είναι ο διαχωρισμός μεταξύ πρωτοπαθούς και δευτεροπαθούς υπερλιπιδαιμίας. Τα συνηθέστερα αίτια δευτεροπαθούς υπερλιπιδαιμίας αποτελούν ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός, το νεφρωσικό σύνδρομο, η αιμοκάθαρση (τεχνητός νεφρός), η μεταμόσχευση νεφρού, η απόφραξη χοληδόχου πόρου, φάρμακα όπως τα διουρητικά, τα κορτικοειδή, τα οιστρογόνα, κ.ά. Από τις περιπτώσεις πρωτοπαθούς υπερλιπιδαιμίας στο 50% περίπου αναγνωρίζεται ένα γενετικό υπόστρωμα, ενώ στο υπόλοιπο 50% προεξάρχουν οι παράγοντες διατροφής.

Οι προληπτικές εξετάσεις για τη μέτρηση της χοληστερόλης λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας που έχει πρέπει να γίνεται από την παιδική ηλικία και να επαναλαμβάνεται σύμφωνα και με το ιατρικό ιστορικό μας και τις συμβουλές του γιατρού μας.

Please follow and like us: